Translation meaning & definition of the word "enterprising" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξέγερση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enterprising
[Επιχειρηματικότητα]/ɛntərpraɪzɪŋ/
adjective
1. Marked by imagination, initiative, and readiness to undertake new projects
- "An enterprising foreign policy"
- "An enterprising young man likely to go far"
- synonym:
- enterprising
1. Χαρακτηρίζεται από φαντασία, πρωτοβουλία και ετοιμότητα για ανάληψη νέων έργων
- "Επιχειρηματική εξωτερική πολιτική"
- "Ένας επιχειρηματικός νεαρός άνδρας που είναι πιθανό να πάει μακριά"
- συνώνυμο:
- επιχειρηματικόσ