Translation meaning & definition of the word "enrich" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enrich
[Εμπλουτίζω]/ɛnrɪʧ/
verb
1. Make better or improve in quality
- "The experience enriched her understanding"
- "Enriched foods"
- synonym:
- enrich
1. Βελτιώστε ή βελτιώστε την ποιότητα
- "Η εμπειρία εμπλούτισε την κατανόησή της"
- "Εμπλουτισμένα τρόφιμα"
- συνώνυμο:
- εμπλουτίζω
2. Make wealthy or richer
- "The oil boom enriched a lot of local people"
- synonym:
- enrich
2. Κάντε πλούσιους ή πλουσιότερους
- "Η πετρελαϊκή έκρηξη εμπλούτισε πολλούς ντόπιους"
- συνώνυμο:
- εμπλουτίζω