Translation meaning & definition of the word "enraged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξοργισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enraged
[Εξοργισμένος]/ɛnreʤd/
adjective
1. Marked by extreme anger
- "The enraged bull attached"
- "Furious about the accident"
- "A furious scowl"
- "Infuriated onlookers charged the police who were beating the boy"
- "Could not control the maddened crowd"
- synonym:
- angered ,
- enraged ,
- furious ,
- infuriated ,
- maddened
1. Χαρακτηρίζεται από ακραίο θυμό
- "Ο εξοργισμένος ταύρος προσκολλημένος"
- "Εξοργισμένος με το ατύχημα"
- "Ένας εξαγριωμένος καραγκιόζης"
- "Οι θεατές κατηγόρησαν την αστυνομία που χτυπούσε το αγόρι"
- "Δεν μπορούσε να ελέγξει το τρελό πλήθος"
- συνώνυμο:
- εξόργισε ,
- εξοργισμένος ,
- εξαγριωμένοσ ,
- εξαγριωμένο ,
- τρελαίνομαι