Translation meaning & definition of the word "ennui" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έννουι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ennui
[Έννουι]/ɛnui/
noun
1. The feeling of being bored by something tedious
- synonym:
- boredom ,
- ennui ,
- tedium
1. Το αίσθημα του να βαριέται κανείς από κάτι κουραστικό
- συνώνυμο:
- πλήξη ,
- εννούι ,
- τεντίου