Translation meaning & definition of the word "enlist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λίστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlist
[Καταγράφω]/ɛnlɪst/
verb
1. Join the military
- synonym:
- enlist
1. Ενταχθούν στο στρατό
- συνώνυμο:
- κατατάσσω
2. Hire for work or assistance
- "Engage aid, help, services, or support"
- synonym:
- engage ,
- enlist
2. Ενοικίαση για εργασία ή βοήθεια
- "Βοήθεια, βοήθεια, υπηρεσίες ή υποστήριξη"
- συνώνυμο:
- εμπλέκομαι ,
- κατατάσσω
3. Engage somebody to enter the army
- synonym:
- enlist ,
- draft ,
- muster in
3. Εμπλέξτε κάποιον να μπει στο στρατό
- συνώνυμο:
- κατατάσσω ,
- σχέδιο ,
- συγκεντρώνω