Translation meaning & definition of the word "enlightenment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφωτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlightenment
[Διαφωτισμός]/ɛnlaɪtənmənt/
noun
1. Education that results in understanding and the spread of knowledge
- synonym:
- enlightenment
1. Εκπαίδευση που οδηγεί στην κατανόηση και τη διάδοση της γνώσης
- συνώνυμο:
- φώτιση
2. (hinduism and buddhism) the beatitude that transcends the cycle of reincarnation
- Characterized by the extinction of desire and suffering and individual consciousness
- synonym:
- nirvana ,
- enlightenment
2. (ινδουισμός και βουδισμός) η ανικανότητα που ξεπερνά τον κύκλο της μετενσάρκωσης
- Χαρακτηρίζεται από την εξαφάνιση της επιθυμίας και του πόνου και της ατομικής συνείδησης
- συνώνυμο:
- νιρβάνα ,
- φώτιση
3. A movement in europe from about 1650 until 1800 that advocated the use of reason and individualism instead of tradition and established doctrine
- "The enlightenment brought about many humanitarian reforms"
- synonym:
- Enlightenment ,
- Age of Reason
3. Ένα κίνημα στην ευρώπη από το 1650 μέχρι το 1800 που υποστήριζε τη χρήση της λογικής και του ατομικισμού αντί της παράδοσης και του δόγματος
- "Ο διαφωτισμός επέφερε πολλές ανθρωπιστικές μεταρρυθμίσεις"
- συνώνυμο:
- Διαφωτισμός ,
- Ηλικία του λόγου