Translation meaning & definition of the word "enlightening" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φώτιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlightening
[Διαφωτιστικό]/ɛnlaɪtənɪŋ/
adjective
1. Tending to increase knowledge or dissipate ignorance
- "An enlightening glimpse of government in action"
- "An illuminating lecture"
- synonym:
- enlightening ,
- informative ,
- illuminating
1. Τείνουν να αυξάνουν τη γνώση ή να διαλύουν την άγνοια
- "Μια διαφωτιστική ματιά της κυβέρνησης σε δράση"
- "Μια διαφωτιστική διάλεξη"
- συνώνυμο:
- διαφωτιστικόσ ,
- ενημερωτικός ,
- φωτίζοντασ
2. Enlightening or uplifting so as to encourage intellectual or moral improvement
- "The paintings in the church served an edifying purpose even for those who could not read"
- synonym:
- edifying ,
- enlightening
2. Διαφωτιστικό ή ανυψωτικό ώστε να ενθαρρύνει την πνευματική ή ηθική βελτίωση
- "Οι πίνακες στην εκκλησία εξυπηρετούσαν έναν εποικοδομητικό σκοπό ακόμη και για όσους δεν μπορούσαν να διαβάσουν"
- συνώνυμο:
- εποικοδομητικόσ ,
- διαφωτιστικόσ