Translation meaning & definition of the word "enlightened" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlightened
[Φωτίζεται]/ɛnlaɪtənd/
noun
1. People who have been introduced to the mysteries of some field or activity
- "It is very familiar to the initiate"
- synonym:
- initiate ,
- enlightened
1. Άτομα που έχουν εισαχθεί στα μυστήρια κάποιου πεδίου ή δραστηριότητας
- "Είναι πολύ οικείο στο μυημένο"
- συνώνυμο:
- ξεκινώ ,
- φωτισμένοσ
adjective
1. Having knowledge and spiritual insight
- synonym:
- enlightened
1. Έχοντας γνώση και πνευματική διορατικότητα
- συνώνυμο:
- φωτισμένοσ
2. Characterized by full comprehension of the problem involved
- "An educated guess"
- "An enlightened electorate"
- synonym:
- educated ,
- enlightened
2. Χαρακτηρίζεται από πλήρη κατανόηση του προβλήματος που εμπλέκεται
- "Μια μορφωμένη εικασία"
- "Ένα φωτισμένο εκλογικό σώμα"
- συνώνυμο:
- μορφωμένος ,
- φωτισμένοσ