Translation meaning & definition of the word "enlighten" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτίζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlighten
[Διαφωτίζω]/ɛnlaɪtən/
verb
1. Make understand
- "Can you enlighten me--i don't understand this proposal"
- synonym:
- enlighten ,
- edify
1. Καταλαβαίνω
- "Μπορείτε να με διαφωτίσετε- δεν καταλαβαίνω αυτή την πρόταση"
- συνώνυμο:
- διαφωτίζω ,
- εποικοδομώ
2. Give spiritual insight to
- In religion
- synonym:
- enlighten ,
- irradiate
2. Δώστε πνευματική διορατικότητα στο
- Στη θρησκεία
- συνώνυμο:
- διαφωτίζω ,
- ακτινοβολώ
3. Make free from confusion or ambiguity
- Make clear
- "Could you clarify these remarks?"
- "Clear up the question of who is at fault"
- synonym:
- clear ,
- clear up ,
- shed light on ,
- crystallize ,
- crystallise ,
- crystalize ,
- crystalise ,
- straighten out ,
- sort out ,
- enlighten ,
- illuminate ,
- elucidate
3. Απελευθερωθείτε από σύγχυση ή ασάφεια
- Ξεκαθαρίζω
- "Θα μπορούσατε να διευκρινίσετε αυτές τις παρατηρήσεις?"
- "Μαθαίνεις το ερώτημα ποιος φταίει"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- ξεκαθαρίζω ,
- ρίχνω φως ,
- κρυσταλλώ ,
- ευθυγραμμίζω ,
- τακτοποιώ ,
- διαφωτίζω ,
- φωτίζω ,
- διαλυκιδωμένο