Translation meaning & definition of the word "enlargement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διεύρυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlargement
[Διεύρυνση]/ɪnlɑrʤmənt/
noun
1. The act of increasing (something) in size or volume or quantity or scope
- synonym:
- expansion ,
- enlargement
1. Η πράξη της αύξησης (κάντι) σε μέγεθος ή όγκο ή ποσότητα ή πεδίο εφαρμογής
- συνώνυμο:
- επέκταση ,
- διεύρυνση
2. The state of being enlarged
- synonym:
- enlargement
2. Η κατάσταση της διεύρυνσης
- συνώνυμο:
- διεύρυνση
3. A discussion that provides additional information
- synonym:
- expansion ,
- enlargement ,
- elaboration
3. Μια συζήτηση που παρέχει πρόσθετες πληροφορίες
- συνώνυμο:
- επέκταση ,
- διεύρυνση ,
- επεξεργασία
4. A photographic print that has been enlarged
- synonym:
- enlargement ,
- blowup ,
- magnification
4. Μια φωτογραφική εκτύπωση που έχει διευρυνθεί
- συνώνυμο:
- διεύρυνση ,
- ανατινάζω ,
- μεγέθυνση