Translation meaning & definition of the word "enlarge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγέθυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enlarge
[Μεγέθυνση]/ɛnlɑrʤ/
verb
1. Make larger
- "She enlarged the flower beds"
- synonym:
- enlarge
1. Κάνω μεγαλύτερο
- "Διεύρυνε τα παρτέρια των λουλουδιών"
- συνώνυμο:
- μεγεθύνω
2. Make large
- "Blow up an image"
- synonym:
- blow up ,
- enlarge ,
- magnify
2. Κάνω μεγάλο
- "Ανατινάξτε μια εικόνα"
- συνώνυμο:
- ανατινάζω ,
- μεγεθύνω
3. Become larger or bigger
- synonym:
- enlarge
3. Γίνετε μεγαλύτεροι ή μεγαλύτεροι
- συνώνυμο:
- μεγεθύνω
4. Add details, as to an account or idea
- Clarify the meaning of and discourse in a learned way, usually in writing
- "She elaborated on the main ideas in her dissertation"
- synonym:
- elaborate ,
- lucubrate ,
- expatiate ,
- exposit ,
- enlarge ,
- flesh out ,
- expand ,
- expound ,
- dilate
4. Προσθέστε λεπτομέρειες, ως προς ένα λογαριασμό ή μια ιδέα
- Αποσαφηνίστε την έννοια και το λόγο με έναν τρόπο που μαθαίνεται, συνήθως γραπτώς
- "Επεξεργάστηκε τις κύριες ιδέες στη διατριβή της"
- συνώνυμο:
- περίτεχνοσ ,
- διαύγεια ,
- εκπατρίζω ,
- αποβάλλω ,
- μεγεθύνω ,
- εκτοξεύω ,
- επεκτείνω ,
- εκθέτω ,
- διαστέλλω