Translation meaning & definition of the word "enjoyment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόλαυση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enjoyment
[Απόλαυση]/ɛnʤɔɪmənt/
noun
1. The pleasure felt when having a good time
- synonym:
- enjoyment
1. Η ευχαρίστηση αισθάνθηκε όταν περνούσε καλά
- συνώνυμο:
- απόλαυση
2. Act of receiving pleasure from something
- synonym:
- enjoyment ,
- delectation
2. Πράξη λήψης ευχαρίστησης από κάτι
- συνώνυμο:
- απόλαυση ,
- απολαύσεισ
3. (law) the exercise of the legal right to enjoy the benefits of owning property
- "We were given the use of his boat"
- synonym:
- use ,
- enjoyment
3. (-)η άσκηση του νομικού δικαιώματος να απολαμβάνετε τα οφέλη της ιδιοκτησίας περιουσίας
- "Μας δόθηκε η χρήση του σκάφους του"
- συνώνυμο:
- χρησιμοποιώ ,
- απόλαυση
Examples of using
Reading is a great enjoyment to him.
Το διάβασμα είναι μια μεγάλη απόλαυση για αυτόν.