Translation meaning & definition of the word "enigmatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενδογματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enigmatic
[Αινιγματικόσ]/ɛnɪgmætɪk/
adjective
1. Not clear to the understanding
- "I didn't grasp the meaning of that enigmatic comment until much later"
- "Prophetic texts so enigmatic that their meaning has been disputed for centuries"
- synonym:
- enigmatic ,
- enigmatical ,
- puzzling
1. Δεν είναι σαφές στην κατανόηση
- "Δεν κατάλαβα την έννοια αυτού του αινιγματικού σχολίου μέχρι πολύ αργότερα"
- "Τα προφητικά κείμενα είναι τόσο αινιγματικά που η σημασία τους έχει αμφισβητηθεί εδώ και αιώνες"
- συνώνυμο:
- αινιγματικόσ
2. Resembling an oracle in obscurity of thought
- "The oracular sayings of victorian poets"
- "So enigmatic that priests might have to clarify it"
- "An enigmatic smile"
- synonym:
- enigmatic ,
- oracular
2. Μοιάζει με ένα μαντείο στην αφάνεια της σκέψης
- "Τα μανιακά ρητά των βικτοριανών ποιητών"
- "Τόσο αινιγματικό που οι ιερείς μπορεί να χρειαστεί να το διευκρινίσουν"
- "Ένα αινιγματικό χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- αινιγματικόσ ,
- αναισθητικόσ