Translation meaning & definition of the word "engrossed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασταυρώθηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Engrossed
[Διασταυρώθηκε]/ɪngroʊst/
adjective
1. Giving or marked by complete attention to
- "That engrossed look or rapt delight"
- "Then wrapped in dreams"
- "So intent on this fantastic...narrative that she hardly stirred"- walter de la mare
- "Rapt with wonder"
- "Wrapped in thought"
- synonym:
- captive ,
- absorbed ,
- engrossed ,
- enwrapped ,
- intent ,
- wrapped
1. Δίνοντας ή χαρακτηρίζοντας από την πλήρη προσοχή στο
- "Αυτή η απορροφημένη εμφάνιση ή αρπακτική απόλαυση"
- "Τότε τυλιγμένο σε όνειρα"
- "Τόσο πρόθεση σε αυτό το φανταστικό.αφηγηματικό που δεν ανακάτεψε"- βάλτερ ντε λα μάρε.
- "Απασχολημένος με το θαύμα"
- "Τυλιγμένος στη σκέψη"
- συνώνυμο:
- αιχμάλωτος ,
- απορροφάται ,
- απορροφηθεί ,
- τυλιγμένος ,
- πρόθεση
2. Written formally in a large clear script, as a deed or other legal document
- synonym:
- engrossed
2. Γραμμένο επίσημα σε ένα μεγάλο σαφές σενάριο, ως πράξη ή άλλο νομικό έγγραφο
- συνώνυμο:
- απορροφηθεί