Translation meaning & definition of the word "engineering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Engineering
[Μηχανική]/ɛnʤənɪrɪŋ/
noun
1. The practical application of science to commerce or industry
- synonym:
- technology ,
- engineering
1. Η πρακτική εφαρμογή της επιστήμης στο εμπόριο ή τη βιομηχανία
- συνώνυμο:
- τεχνολογία ,
- μηχανική
2. The discipline dealing with the art or science of applying scientific knowledge to practical problems
- "He had trouble deciding which branch of engineering to study"
- synonym:
- engineering ,
- engineering science ,
- applied science ,
- technology
2. Η πειθαρχία που ασχολείται με την τέχνη ή την επιστήμη της εφαρμογής της επιστημονικής γνώσης σε πρακτικά προβλήματα
- "Είχε πρόβλημα να αποφασίσει ποιον κλάδο της μηχανικής να σπουδάσει"
- συνώνυμο:
- μηχανική ,
- επιστήμη της μηχανικής ,
- εφαρμοσμένη επιστήμη ,
- τεχνολογία
3. A room (as on a ship) in which the engine is located
- synonym:
- engineering ,
- engine room
3. Ένα δωμάτιο (ας σε ένα πλοίο) στο οποίο βρίσκεται ο κινητήρας
- συνώνυμο:
- μηχανική ,
- μηχανοστάσιο