Translation meaning & definition of the word "engine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μηχανή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Engine
[Κινητήρας]/ɛnʤən/
noun
1. Motor that converts thermal energy to mechanical work
- synonym:
- engine
1. Κινητήρας που μετατρέπει τη θερμική ενέργεια σε μηχανική εργασία
- συνώνυμο:
- κινητήρας
2. Something used to achieve a purpose
- "An engine of change"
- synonym:
- engine
2. Κάτι που χρησιμοποιείται για την επίτευξη ενός σκοπού
- "Μια μηχανή αλλαγής"
- συνώνυμο:
- κινητήρας
3. A wheeled vehicle consisting of a self-propelled engine that is used to draw trains along railway tracks
- synonym:
- locomotive ,
- engine ,
- locomotive engine ,
- railway locomotive
3. Ένα τροχοφόρο όχημα που αποτελείται από έναν αυτοκινούμενο κινητήρα που χρησιμοποιείται για την αντλία τρένων κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών
- συνώνυμο:
- ατμομηχανή ,
- κινητήρας ,
- μηχανή ατμομηχανών ,
- σιδηροδρομική ατμομηχανή
4. An instrument or machine that is used in warfare, such as a battering ram, catapult, artillery piece, etc.
- "Medieval engines of war"
- synonym:
- engine
4. Ένα όργανο ή μια μηχανή που χρησιμοποιείται στον πόλεμο, όπως ένας κριός, ένας καταπέλτης, ένα κομμάτι πυροβολικού, κ.λπ.
- "Μεσαιωνικές μηχανές πολέμου"
- συνώνυμο:
- κινητήρας
Examples of using
The engine works well.
Ο κινητήρας λειτουργεί καλά.
Tom stopped the car and turned off the engine.
Ο Τομ σταμάτησε το αυτοκίνητο και έκλεισε τη μηχανή.
The car's engine broke down on the way.
Ο κινητήρας του αυτοκινήτου έσπασε στο δρόμο.