Translation meaning & definition of the word "engaged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναπτύχθηκε" στην ελληνική γλώσσα
Engaged
[Συμμετείχε]adjective
1. Having ones attention or mind or energy engaged
- "She keeps herself fully occupied with volunteer activities"
- "Deeply engaged in conversation"
- synonym:
- engaged ,
- occupied
1. Έχοντας την προσοχή ή το μυαλό ή την ενέργεια που εμπλέκονται
- "Ασχολείται πλήρως με εθελοντικές δραστηριότητες"
- "Βαθιά ασχολημένος με τη συνομιλία"
- συνώνυμο:
- αφοσιωμένος ,
- κατακτημένος
2. Involved in military hostilities
- "The desperately engaged ships continued the fight"
- synonym:
- engaged
2. Εμπλέκονται σε στρατιωτικές εχθροπραξίες
- "Τα απελπισμένα πλοία συνέχισαν τον αγώνα"
- συνώνυμο:
- αφοσιωμένος
3. Reserved in advance
- synonym:
- booked ,
- engaged ,
- set-aside(p)
3. Εκ των προτέρων
- συνώνυμο:
- κράτηση ,
- αφοσιωμένος ,
- σετ-ασιδι()<TAG1>
4. (of facilities such as telephones or lavatories) unavailable for use by anyone else or indicating unavailability
- (`engaged' is a british term for a busy telephone line)
- "Her line is busy"
- "Receptionists' telephones are always engaged"
- "The lavatory is in use"
- "Kept getting a busy signal"
- synonym:
- busy ,
- engaged ,
- in use(p)
4. ( εγκαταστάσεις όπως τηλέφωνα ή ταλαντώσσι) μη διαθέσιμο για χρήση από οποιονδήποτε άλλο ή ένδειξη μη διαθεσιμότητας
- (`αγγελιοφόρος είναι ένας βρετανικός όρος για μια πολυάσχολη τηλεφωνική γραμμή)
- "Η γραμμή της είναι απασχολημένη"
- "Τα τηλέφωνα των ρεαλιστών είναι πάντα αφοσιωμένα"
- "Το τουαλέτα είναι σε χρήση"
- "Συνεχίστε να παίρνετε ένα πολυάσχολο σήμα"
- συνώνυμο:
- απασχολημένος ,
- αφοσιωμένος ,
- στη χρήση()
5. (used of toothed parts or gears) interlocked and interacting
- "The gears are engaged"
- "Meshed gears"
- "Intermeshed twin rotors"
- synonym:
- engaged ,
- meshed ,
- intermeshed
5. (χρησιμοποιείται για οδοντωτά μέρη ή γρανάζια) ενδασφαλισμένο και αλληλεπιδρώντα
- "Τα εργαλεία εμπλέκονται"
- "Πλεγμένα εργαλεία"
- "Διπλοί ρότορες"
- συνώνυμο:
- αφοσιωμένος ,
- μαγεμένος ,
- ενδοεπικοινωνία
6. Having services contracted for
- "The carpenter engaged (or employed) for the job is sick"
- synonym:
- engaged
6. Έχοντας υπηρεσίες συμβατές για
- "Ο ξυλουργός που ασχολήθηκε με το (χρησιμοποίησε) για τη δουλειά είναι άρρωστος"
- συνώνυμο:
- αφοσιωμένος
7. Built against or attached to a wall
- "Engaged columns"
- synonym:
- engaged
7. Χτισμένο ενάντια ή συνδεδεμένο με έναν τοίχο
- "Επεξεργασμένες στήλες"
- συνώνυμο:
- αφοσιωμένος