Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "engage" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεργασία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Engage

[Συμμετέχω]
/ɛngeʤ/

verb

1. Carry out or participate in an activity

  • Be involved in
  • "She pursued many activities"
  • "They engaged in a discussion"
    synonym:
  • prosecute
  • ,
  • engage
  • ,
  • pursue

1. Εκτελέστε ή συμμετάσχετε σε μια δραστηριότητα

  • Συμμετέχω
  • "Ακολούθησε πολλές δραστηριότητες"
  • "Ασχολήθηκαν με μια συζήτηση"
    συνώνυμο:
  • δίωξη
  • ,
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • ακολουθώ

2. Consume all of one's attention or time

  • "Her interest in butterflies absorbs her completely"
    synonym:
  • absorb
  • ,
  • engross
  • ,
  • engage
  • ,
  • occupy

2. Καταναλώστε όλη την προσοχή ή το χρόνο του ατόμου

  • "Το ενδιαφέρον της για τις πεταλούδες την απορροφά εντελώς"
    συνώνυμο:
  • απορροφώ
  • ,
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • καταλαμβάνω

3. Engage or hire for work

  • "They hired two new secretaries in the department"
  • "How many people has she employed?"
    synonym:
  • hire
  • ,
  • engage
  • ,
  • employ

3. Εμπλοκή ή προσλήψεις για εργασία

  • "Προσέλαβαν δύο νέους γραμματείς στο τμήμα"
  • "Πόσους ανθρώπους έχει απασχολήσει?"
    συνώνυμο:
  • ενοικίαση
  • ,
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • απασχολώ

4. Ask to represent

  • Of legal counsel
  • "I'm retaining a lawyer"
    synonym:
  • engage

4. Ζητήστε να εκπροσωπήσει

  • Νομικός συμβούλος
  • "Διατηρώ δικηγόρο"
    συνώνυμο:
  • εμπλέκομαι

5. Give to in marriage

    synonym:
  • betroth
  • ,
  • engage
  • ,
  • affiance
  • ,
  • plight

5. Παραδίδω στο γάμο

    συνώνυμο:
  • βήτρο
  • ,
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • ευθύνη
  • ,
  • αδυναμία

6. Get caught

  • "Make sure the gear is engaged"
    synonym:
  • engage

6. Πιάνομαι

  • "Βεβαιωθείτε ότι το εργαλείο είναι ενεργοποιημένο"
    συνώνυμο:
  • εμπλέκομαι

7. Carry on (wars, battles, or campaigns)

  • "Napoleon and hitler waged war against all of europe"
    synonym:
  • engage
  • ,
  • wage

7. Συνεχίστε τα (βάρη, τις μάχες ή τις εκστρατείες)

  • "Ο χίτλερ και ο ναπολέων πραγματοποίησαν πόλεμο εναντίον ολόκληρης της ευρώπης"
    συνώνυμο:
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • μισθός

8. Hire for work or assistance

  • "Engage aid, help, services, or support"
    synonym:
  • engage
  • ,
  • enlist

8. Ενοικίαση για εργασία ή βοήθεια

  • "Βοήθεια, βοήθεια, υπηρεσίες ή υποστήριξη"
    συνώνυμο:
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • κατατάσσω

9. Engage for service under a term of contract

  • "We took an apartment on a quiet street"
  • "Let's rent a car"
  • "Shall we take a guide in rome?"
    synonym:
  • lease
  • ,
  • rent
  • ,
  • hire
  • ,
  • charter
  • ,
  • engage
  • ,
  • take

9. Εμπλακείτε σε υπηρεσία με συμβατική περίοδο

  • "Πήραμε ένα διαμέρισμα σε έναν ήσυχο δρόμο"
  • "Ας νοικιάσετε ένα αυτοκίνητο"
  • "Θα πάρουμε οδηγό στη ρώμη?"
    συνώνυμο:
  • μίσθωση
  • ,
  • ενοικίαση
  • ,
  • χάρτης
  • ,
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • παίρνω

10. Keep engaged

  • "Engaged the gears"
    synonym:
  • engage
  • ,
  • mesh
  • ,
  • lock
  • ,
  • operate

10. Συνεχίζω να ασχολούμαι

  • "Ενεργοποίησε τα εργαλεία"
    συνώνυμο:
  • εμπλέκομαι
  • ,
  • πλέγμα
  • ,
  • κλειδαριά
  • ,
  • λειτουργώ

Examples of using

She wants to engage in teaching.
Θέλει να ασχοληθεί με τη διδασκαλία.
I have no time to engage in political activity.
Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με την πολιτική δραστηριότητα.
She wants to engage in teaching.
Θέλει να ασχοληθεί με τη διδασκαλία.