Translation meaning & definition of the word "enforce" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enforce
[Επιβάλλω]/ɛnfɔrs/
verb
1. Ensure observance of laws and rules
- "Apply the rules to everyone"
- synonym:
- enforce ,
- implement ,
- apply
1. Εξασφάλιση τήρησης των νόμων και των κανόνων
- "Εφαρμόστε τους κανόνες σε όλους"
- συνώνυμο:
- επιβάλλω ,
- εφαρμόζω
2. Compel to behave in a certain way
- "Social relations impose courtesy"
- synonym:
- enforce ,
- impose
2. Υποχρεώνεται να συμπεριφέρεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Οι κοινωνικές σχέσεις επιβάλλουν ευγένεια"
- συνώνυμο:
- επιβάλλω
Examples of using
Those who enforce the law must obey the law.
Αυτοί που επιβάλλουν το νόμο πρέπει να τηρούν το νόμο.