Translation meaning & definition of the word "energy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενέργεια" στην ελληνική γλώσσα
Energy
[Ενέργεια]noun
1. (physics) a thermodynamic quantity equivalent to the capacity of a physical system to do work
- The units of energy are joules or ergs
- "Energy can take a wide variety of forms"
- synonym:
- energy ,
- free energy
1. (φυσική) μια θερμοδυναμική ποσότητα ισοδύναμη με την ικανότητα ενός φυσικού συστήματος να κάνει εργασία
- Οι μονάδες ενέργειας είναι τζάουλ ή εργασίες
- "Η ενέργεια μπορεί να πάρει μια ευρεία ποικιλία των μορφών"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- ελεύθερη ενέργεια
2. Forceful exertion
- "He plays tennis with great energy"
- "He's full of zip"
- synonym:
- energy ,
- vigor ,
- vigour ,
- zip
2. Ισχυρή άσκηση
- "Παίζει τένις με πολύ ενέργεια"
- "Είναι γεμάτος φερμουάρ"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- σθένοσ ,
- φερμουάρ
3. Enterprising or ambitious drive
- "Europeans often laugh at american energy"
- synonym:
- energy ,
- push ,
- get-up-and-go
3. Επιχειρηματική ή φιλόδοξη κίνηση
- "Οι ευρωπαίοι συχνά γελούν με την αμερικανική ενέργεια"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- ώθηση ,
- ξυπνάω και φεύγω
4. An imaginative lively style (especially style of writing)
- "His writing conveys great energy"
- "A remarkable muscularity of style"
- synonym:
- energy ,
- muscularity ,
- vigor ,
- vigour ,
- vim
4. Ένα ευφάνταστο ζωντανό στυλ (ειδικά στυλ γραφής)
- "Η γραφή του μεταφέρει μεγάλη ενέργεια"
- "Μια αξιοσημείωτη μυϊκή δύναμη του στυλ"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- μυϊκότητα ,
- σθένοσ ,
- εμπιστεύομαι
5. A healthy capacity for vigorous activity
- "Jogging works off my excess energy"
- "He seemed full of vim and vigor"
- synonym:
- energy ,
- vim ,
- vitality
5. Υγιής ικανότητα για έντονη δραστηριότητα
- "Το τρέξιμο λειτουργεί από την υπερβολική μου ενέργεια"
- "Φαινόταν γεμάτος εγωισμό και σθένος"
- συνώνυμο:
- ενέργεια ,
- εμπιστεύομαι ,
- ζωτικότητα
6. Any source of usable power
- "The doe is responsible for maintaining the energy policy"
- synonym:
- energy
6. Οποιαδήποτε πηγή χρησιμοποιήσιμης δύναμης
- "Η δοε είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση της ενεργειακής πολιτικής"
- συνώνυμο:
- ενέργεια
7. The federal department responsible for maintaining a national energy policy of the united states
- Created in 1977
- synonym:
- Department of Energy ,
- Energy Department ,
- Energy ,
- DOE
7. Το ομοσπονδιακό τμήμα που είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής των ηνωμένων πολιτειών
- Δημιουργήθηκε το 1977
- συνώνυμο:
- Τμήμα Ενέργειας ,
- Ενέργεια ,
- ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΏ