Translation meaning & definition of the word "endowment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Endowment
[Καταβολή]/ɛndaʊmənt/
noun
1. Natural abilities or qualities
- synonym:
- endowment ,
- gift ,
- talent ,
- natural endowment
1. Φυσικές ικανότητες ή ιδιότητες
- συνώνυμο:
- προικοδότηση ,
- δώρο ,
- ταλέντο ,
- φυσική προσφορά
2. The capital that provides income for an institution
- synonym:
- endowment ,
- endowment fund
2. Το κεφάλαιο που παρέχει εισόδημα για ένα ίδρυμα
- συνώνυμο:
- προικοδότηση ,
- ταμείο προσφοράς
3. The act of endowing with a permanent source of income
- "His generous endowment of the laboratory came just in the nick of time"
- synonym:
- endowment
3. Η πράξη της προικοδότησης με μόνιμη πηγή εισοδήματος
- "Η γενναιόδωρη προσφορά του εργαστηρίου ήρθε ακριβώς στο νικέλιο του χρόνου"
- συνώνυμο:
- προικοδότηση