Translation meaning & definition of the word "endorse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύψεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Endorse
[Επιδοκιμασία]/ɛndɔrs/
verb
1. Be behind
- Approve of
- "He plumped for the labor party"
- "I backed kennedy in 1960"
- synonym:
- back ,
- endorse ,
- indorse ,
- plump for ,
- plunk for ,
- support
1. Είμαι πίσω
- Εγκρίνω
- "Πήδηξε για το εργατικό κόμμα"
- "Υποστήριξα τον κένεντι το 1960"
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- εγκρίνω ,
- απεχθάνομαι ,
- παχουλός για ,
- παραπλανώ ,
- υποστήριξη
2. Give support or one's approval to
- "I'll second that motion"
- "I can't back this plan"
- "Endorse a new project"
- synonym:
- second ,
- back ,
- endorse ,
- indorse
2. Δώστε υποστήριξη ή έγκριση κάποιου
- "Θα δευτερευτώ αυτή την κίνηση"
- "Δεν μπορώ να υποστηρίξω αυτό το σχέδιο"
- "Τύψεις για ένα νέο έργο"
- συνώνυμο:
- δεύτερος ,
- πίσω ,
- εγκρίνω ,
- απεχθάνομαι
3. Guarantee as meeting a certain standard
- "Certified grade aaa meat"
- synonym:
- certify ,
- endorse ,
- indorse
3. Εγγύηση ως πληρούν ένα συγκεκριμένο πρότυπο
- "Πιστοποιημένο κρέας ααα"
- συνώνυμο:
- πιστοποιώ ,
- εγκρίνω ,
- απεχθάνομαι
4. Sign as evidence of legal transfer
- "Endorse cheques"
- synonym:
- endorse ,
- indorse
4. Υπογραφή ως αποδεικτικό στοιχείο της νομικής μεταφοράς
- "Επιταγές των τύψεων"
- συνώνυμο:
- εγκρίνω ,
- απεχθάνομαι
Examples of using
I can endorse that.
Μπορώ να το υποστηρίξω.
I can endorse that.
Μπορώ να το υποστηρίξω.