Translation meaning & definition of the word "endlessly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεριόριστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Endlessly
[Ατελείωτα]/ɛndləsli/
adverb
1. Continuing forever without end
- "There are infinitely many possibilities"
- synonym:
- infinitely ,
- endlessly
1. Συνεχίζεται για πάντα χωρίς τέλος
- "Υπάρχουν απείρως πολλές δυνατότητες"
- συνώνυμο:
- απείρως ,
- ατελείωτα
2. With unflagging resolve
- "Dance inspires him ceaselessly to strive higher and higher toward the shining pinnacle of perfection that is the goal of every artiste"
- synonym:
- endlessly ,
- ceaselessly ,
- incessantly ,
- unceasingly ,
- unendingly ,
- continuously
2. Με ανεπανόρθωτη αποφασιστικότητα
- "Ο χορός τον εμπνέει αδιάκοπα να αγωνίζεται όλο και ψηλότερα προς το λαμπερό αποκορύφωμα της τελειότητας που είναι ο στόχος κάθε"
- συνώνυμο:
- ατελείωτα ,
- ασταμάτητα ,
- αδιάκοπα ,
- συνεχώς
3. (spatial sense) without bounds
- "The nubian desert seemed to stretch out before them endlessly"
- synonym:
- endlessly
3. (χωρική αίσθηση) χωρίς όρια
- "Η έρημος της νουβίας φάνηκε να εκτείνεται μπροστά τους ατελείωτα"
- συνώνυμο:
- ατελείωτα
4. All the time
- Seemingly without stopping
- "A theological student with whom i argued interminably"
- "Her nagging went on endlessly"
- synonym:
- interminably ,
- endlessly
4. Όλη την ώρα
- Φαινομενικά χωρίς σταματημό
- "Ένας θεολογικός μαθητής με τον οποίο υποστήριξα απεριόριστα"
- "Η γκρίνια της συνεχίστηκε ατελείωτα"
- συνώνυμο:
- διαλειμματικά ,
- ατελείωτα