Translation meaning & definition of the word "endeavor" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "προσπάθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Endeavor
[Προσπάθεια]/ɪndɛvər/
noun
1. A purposeful or industrious undertaking (especially one that requires effort or boldness)
- "He had doubts about the whole enterprise"
- synonym:
- enterprise ,
- endeavor ,
- endeavour
1. Ένα σκόπιμο ή εργατικό εγχείρημα (ειδικά αυτό που απαιτεί προσπάθεια ή τόλμη)
- "Είχε αμφιβολίες για το όλο εγχείρημα"
- συνώνυμο:
- επιχείρηση ,
- προσπάθεια
2. Earnest and conscientious activity intended to do or accomplish something
- "Made an effort to cover all the reading material"
- "Wished him luck in his endeavor"
- "She gave it a good try"
- synonym:
- attempt ,
- effort ,
- endeavor ,
- endeavour ,
- try
2. Σοβαρή και ευσυνείδητη δραστηριότητα που αποσκοπεί να κάνει ή να ολοκληρώσει κάτι
- "Έκανε προσπάθεια να καλύψει όλο το αναγνωστικό υλικό"
- "Του ευχήθηκε καλή τύχη στην προσπάθειά του"
- "Το δοκίμασε καλά"
- συνώνυμο:
- προσπάθεια ,
- προσπαθώ
verb
1. Attempt by employing effort
- "We endeavor to make our customers happy"
- synonym:
- endeavor ,
- endeavour ,
- strive
1. Προσπάθεια με επαγγελματική προσπάθεια
- "Προσπαθούμε να κάνουμε τους πελάτες μας ευτυχισμένους"
- συνώνυμο:
- προσπάθεια ,
- προσπαθώ
Examples of using
I will endeavor to complete my task.
Θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω το έργο μου.