Translation meaning & definition of the word "end" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέλος" στην ελληνική γλώσσα
End
[Τέλος]noun
1. Either extremity of something that has length
- "The end of the pier"
- "She knotted the end of the thread"
- "They rode to the end of the line"
- "The terminals of the anterior arches of the fornix"
- synonym:
- end ,
- terminal
1. Είτε το άκρο κάτι που έχει μήκος
- "Το τέλος της προβλήτας"
- "Έπεσε στο τέλος του νήματος"
- "Πήγαν στο τέλος της γραμμής"
- "Οι τερματικοί σταθμοί των πρόσθιων τόξων του προθέματος"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- τερματικό
2. The point in time at which something ends
- "The end of the year"
- "The ending of warranty period"
- synonym:
- end ,
- ending
2. Το σημείο στο οποίο κάτι τελειώνει
- "Τέλος της χρονιάς"
- "Το τέλος της περιόδου εξουσιοδότησης"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- τελειώνω
3. The concluding parts of an event or occurrence
- "The end was exciting"
- "I had to miss the last of the movie"
- synonym:
- end ,
- last ,
- final stage
3. Τα τελικά μέρη ενός συμβάντος ή ενός περιστατικού
- "Το τέλος ήταν συναρπαστικό"
- "Έπρεπε να χάσω την τελευταία ταινία"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- τελευταίος ,
- τελικό στάδιο
4. The state of affairs that a plan is intended to achieve and that (when achieved) terminates behavior intended to achieve it
- "The ends justify the means"
- synonym:
- goal ,
- end
4. Η κατάσταση των πραγμάτων που προορίζεται να επιτύχει ένα σχέδιο και ότι όταν επιτευχθεί( τερματίζει τη συμπεριφορά που προορίζεται
- "Οι σκοποί δικαιολογούν τα μέσα"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- τέλος
5. A final part or section
- "We have given it at the end of the section since it involves the calculus"
- "Start at the beginning and go on until you come to the end"
- synonym:
- end
5. Ένα τελευταίο μέρος ή τμήμα
- "Το έχουμε δώσει στο τέλος της ενότητας, δεδομένου ότι περιλαμβάνει το λογισμό"
- "Ξεκινήστε στην αρχή και συνεχίστε μέχρι να φτάσετε στο τέλος"
- συνώνυμο:
- τέλος
6. A final state
- "He came to a bad end"
- "The so-called glorious experiment came to an inglorious end"
- synonym:
- end ,
- destruction ,
- death
6. Μια τελική κατάσταση
- "Έφτασε σε κακό τέλος"
- "Το λεγόμενο ένδοξο πείραμα έφτασε σε ένα άδοξο τέλος"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- καταστροφή ,
- θάνατος
7. The surface at either extremity of a three-dimensional object
- "One end of the box was marked `this side up'"
- synonym:
- end
7. Η επιφάνεια σε κάθε άκρο ενός τρισδιάστατου αντικειμένου
- "Ένα άκρο του κουτιού σημειώθηκε `αυτή η πλευρά προς τα πάνω'"
- συνώνυμο:
- τέλος
8. (football) the person who plays at one end of the line of scrimmage
- "The end managed to hold onto the pass"
- synonym:
- end
8. ( ποδοσφαιρικό) το πρόσωπο που παίζει στο ένα άκρο της γραμμής του καταιγισμού
- "Το τέλος κατάφερε να κρατήσει το πέρασμα"
- συνώνυμο:
- τέλος
9. A boundary marking the extremities of something
- "The end of town"
- synonym:
- end
9. Ένα όριο που σηματοδοτεί τα άκρα κάποιου πράγματος
- "Το τέλος της πόλης"
- συνώνυμο:
- τέλος
10. One of two places from which people are communicating to each other
- "The phone rang at the other end"
- "Both ends wrote at the same time"
- synonym:
- end
10. Ένα από τα δύο μέρη από τα οποία οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους
- "Το τηλέφωνο χτύπησε στο άλλο άκρο"
- "Και τα δύο τελειώνουν γράφοντας ταυτόχρονα"
- συνώνυμο:
- τέλος
11. The part you are expected to play
- "He held up his end"
- synonym:
- end
11. Το ρόλο που αναμένεται να παίξετε
- "Κρατούσε το τέλος του"
- συνώνυμο:
- τέλος
12. The last section of a communication
- "In conclusion i want to say..."
- synonym:
- conclusion ,
- end ,
- close ,
- closing ,
- ending
12. Το τελευταίο τμήμα μιας επικοινωνίας
- "Συμπερασματικά θέλω να πω..."
- συνώνυμο:
- συμπέρασμα ,
- τέλος ,
- κοντά ,
- κλείσιμο ,
- τελειώνω
13. A piece of cloth that is left over after the rest has been used or sold
- synonym:
- end ,
- remainder ,
- remnant ,
- oddment
13. Ένα κομμάτι ύφασμα που έχει απομείνει αφού το υπόλοιπο έχει χρησιμοποιηθεί ή πωληθεί
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- υπόλοιπο ,
- περίεργο
14. (american football) a position on the line of scrimmage
- "No one wanted to play end"
- synonym:
- end
14. (αμερικανικό ποδόσφαιρο) μια θέση στη γραμμή του καταιγισμού
- "Κανείς δεν ήθελε να παίξει τέλος"
- συνώνυμο:
- τέλος
verb
1. Have an end, in a temporal, spatial, or quantitative sense
- Either spatial or metaphorical
- "The bronchioles terminate in a capillary bed"
- "Your rights stop where you infringe upon the rights of other"
- "My property ends by the bushes"
- "The symphony ends in a pianissimo"
- synonym:
- end ,
- stop ,
- finish ,
- terminate ,
- cease
1. Έχουν ένα τέλος, με χρονική, χωρική ή ποσοτική έννοια
- Είτε χωρική είτε μεταφορική
- "Τα βρογχιόλια τερματίζουν σε ένα τριχοειδές κρεβάτι"
- "Τα δικαιώματά σας σταματούν εκεί που παραβιάζετε τα δικαιώματα των άλλων"
- "Η ιδιοκτησία μου τελειώνει από τους θάμνους"
- "Η συμφωνία τελειώνει σε ένα πιανίσιμο"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- σταματώ ,
- τελειώνω ,
- τερματίζω
2. Bring to an end or halt
- "She ended their friendship when she found out that he had once been convicted of a crime"
- "The attack on poland terminated the relatively peaceful period after ww i"
- synonym:
- end ,
- terminate
2. Φέρνω τέλος ή σταμάτημα
- "Τερμάτισε τη φιλία τους όταν ανακάλυψε ότι κάποτε είχε καταδικαστεί για ένα έγκλημα"
- "Η επίθεση στην πολωνία τερμάτισε τη σχετικά ειρηνική περίοδο μετά τον α ́ παγκόσμιο πόλεμο"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- τερματίζω
3. Be the end of
- Be the last or concluding part of
- "This sad scene ended the movie"
- synonym:
- end ,
- terminate
3. Είμαι το τέλος του
- Είναι το τελευταίο ή τελευταίο μέρος του
- "Αυτή η θλιβερή σκηνή τελείωσε την ταινία"
- συνώνυμο:
- τέλος ,
- τερματίζω
4. Put an end to
- "The terrible news ended our hopes that he had survived"
- synonym:
- end
4. Βάζω τέλος σε
- "Τα τρομερά νέα τελείωσαν τις ελπίδες μας ότι είχε επιβιώσει"
- συνώνυμο:
- τέλος