Translation meaning & definition of the word "encyclopedia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "περιουσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Encyclopedia
[Εγκυκλοπαίδεια]/ɪnsaɪkləpidiə/
noun
1. A reference work (often in several volumes) containing articles on various topics (often arranged in alphabetical order) dealing with the entire range of human knowledge or with some particular specialty
- synonym:
- encyclopedia ,
- cyclopedia ,
- encyclopaedia ,
- cyclopaedia
1. Ένα έργο αναφοράς (συχνά σε διάφορους τόμους) που περιέχει άρθρα για διάφορα θέματα (συχνά τοποθετημένα με αλφαβητική σειρά) ασχολούμενα με κάποια
- συνώνυμο:
- εγκυκλοπαίδεια ,
- κυκλοπαίδεια ,
- κυκλοπαιδεία
Examples of using
Welcome to Wikipedia, the free encyclopedia that anyone can edit.
Καλώς ήρθατε στη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια που μπορεί να επεξεργαστεί ο καθένας.
He's what they call a walking encyclopedia.
Είναι αυτό που αποκαλούν εγκυκλοπαίδεια πεζοπορίας.
He is, as they say, a walking encyclopedia.
Είναι, όπως λένε, μια περιπατητική εγκυκλοπαίδεια.