Translation meaning & definition of the word "encrypt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρυπτογράφηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Encrypt
[Κρυπτογράφηση]/ɛnkrɪpt/
verb
1. Convert ordinary language into code
- "We should encode the message for security reasons"
- synonym:
- code ,
- encipher ,
- cipher ,
- cypher ,
- encrypt ,
- inscribe ,
- write in code
1. Μετατροπή της συνηθισμένης γλώσσας σε κώδικα
- "Πρέπει να κωδικοποιήσουμε το μήνυμα για λόγους ασφαλείας"
- συνώνυμο:
- κωδικός ,
- κρυπτογράφηση ,
- κυπαρισσιούχοσ ,
- κρυπτογραφώ ,
- εγγράφω ,
- γράψτε σε κώδικα