Translation meaning & definition of the word "encroach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσέγγιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Encroach
[Καταπατώ]/ɪnkroʊʧ/
verb
1. Advance beyond the usual limit
- synonym:
- encroach ,
- infringe ,
- impinge
1. Προχωρήστε πέρα από το συνηθισμένο όριο
- συνώνυμο:
- καταπατώ ,
- παραβιάζω ,
- παρακινδυνεύω
2. Impinge or infringe upon
- "This impinges on my rights as an individual"
- "This matter entrenches on other domains"
- synonym:
- impinge ,
- encroach ,
- entrench ,
- trench
2. Πρόσκρουση ή παραβίαση
- "Αυτό επηρεάζει τα δικαιώματά μου ως άτομο"
- "Αυτό το θέμα παρουσιάζεται σε άλλους τομείς"
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύω ,
- καταπατώ ,
- περιβάλλω ,
- τάφρος
Examples of using
A good salesman will not encroach on his customer's time.
Ένας καλός πωλητής δεν θα καταπατήσει το χρόνο του πελάτη του.