Translation meaning & definition of the word "encouraging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενθάρρυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Encouraging
[Ενθαρρύνοντασ]/ɛnkərɪʤɪŋ/
adjective
1. Giving courage or confidence or hope
- "Encouraging advances in medical research"
- synonym:
- encouraging
1. Δίνοντας θάρρος ή αυτοπεποίθηση ή ελπίδα
- "Ενθαρρύνοντας την πρόοδο στην ιατρική έρευνα"
- συνώνυμο:
- ενθαρρυντικό
2. Furnishing support and encouragement
- "The anxious child needs supporting and accepting treatment from the teacher"
- synonym:
- encouraging ,
- supporting
2. Επιπλέον υποστήριξη και ενθάρρυνση
- "Το ανήσυχο παιδί χρειάζεται υποστήριξη και αποδοχή της θεραπείας από τον δάσκαλο"
- συνώνυμο:
- ενθαρρυντικό ,
- στήριξη
Examples of using
The report is not encouraging sales wise.
Η έκθεση δεν ενθαρρύνει τις πωλήσεις σοφά.