Translation meaning & definition of the word "encompass" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιλαμβάνει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Encompass
[Περιλαμβάνω]/ɛnkəmpəs/
verb
1. Include in scope
- Include as part of something broader
- Have as one's sphere or territory
- "This group encompasses a wide range of people from different backgrounds"
- "This should cover everyone in the group"
- synonym:
- embrace ,
- encompass ,
- comprehend ,
- cover
1. Συμπεριλάβετε στο πεδίο εφαρμογής
- Περιλαμβάνουν ως μέρος κάτι ευρύτερο
- Έχετε ως σφαίρα ή έδαφος κάποιου
- "Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων από διαφορετικά υπόβαθρα"
- "Αυτό θα πρέπει να καλύπτει όλους στην ομάδα"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- περιλαμβάνω ,
- κατανοώ ,
- κάλυμμα