Translation meaning & definition of the word "emptor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άδελφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emptor
[Κεντρί]/ɛmptər/
noun
1. A person who buys
- synonym:
- buyer ,
- purchaser ,
- emptor ,
- vendee
1. Ένας άνθρωπος που αγοράζει
- συνώνυμο:
- αγοραστής ,
- αγοραστήσ ,
- άδειο ,
- προμηθευτήσ