Translation meaning & definition of the word "emptiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κενότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emptiness
[Κενότητα]/ɛmptinəs/
noun
1. The state of containing nothing
- synonym:
- emptiness
1. Η κατάσταση του να μην περιέχει τίποτα
- συνώνυμο:
- κενότητα
2. Having an empty stomach
- synonym:
- emptiness
2. Έχοντας άδειο στομάχι
- συνώνυμο:
- κενότητα
3. An empty area or space
- "The huge desert voids"
- "The emptiness of outer space"
- "Without their support he'll be ruling in a vacuum"
- synonym:
- void ,
- vacancy ,
- emptiness ,
- vacuum
3. Ένας άδειος χώρος ή χώρος
- "Τα τεράστια κενά της ερήμου"
- "Το κενό του εξωτερικού χώρου"
- "Χωρίς την υποστήριξή τους θα κυβερνήσει στο κενό"
- συνώνυμο:
- κενό ,
- κενότητα
4. The quality of being valueless or futile
- "He rejected the vanities of the world"
- synonym:
- vanity ,
- emptiness
4. Η ποιότητα του να είναι ανώφελη ή μάταιη
- "Απέρριψε τις ματαιοδοξίες του κόσμου"
- συνώνυμο:
- ματαιοδοξία ,
- κενότητα
Examples of using
There is some comfort in the emptiness of the sea, no past, no future.
Υπάρχει κάποια άνεση στο κενό της θάλασσας, όχι παρελθόν, κανένα μέλλον.