Translation meaning & definition of the word "employment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απασχόληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Employment
[Απασχόληση]/ɛmplɔɪmənt/
noun
1. The state of being employed or having a job
- "They are looking for employment"
- "He was in the employ of the city"
- synonym:
- employment ,
- employ
1. Η κατάσταση της εργασίας ή της εργασίας
- "Αναζητούν εργασία"
- "Ήταν στην απασχόληση της πόλης"
- συνώνυμο:
- απασχόληση ,
- απασχολώ
2. The occupation for which you are paid
- "He is looking for employment"
- "A lot of people are out of work"
- synonym:
- employment ,
- work
2. Το επάγγελμα για το οποίο πληρώνεστε
- "Αναζητά εργασία"
- "Πολλοί άνθρωποι είναι εκτός δουλειάς"
- συνώνυμο:
- απασχόληση ,
- εργασία
3. The act of giving someone a job
- synonym:
- employment ,
- engagement
3. Η πράξη του να δίνεις σε κάποιον δουλειά
- συνώνυμο:
- απασχόληση ,
- εμπλοκή
4. The act of using
- "He warned against the use of narcotic drugs"
- "Skilled in the utilization of computers"
- synonym:
- use ,
- usage ,
- utilization ,
- utilisation ,
- employment ,
- exercise
4. Η πράξη της χρήσης
- "Προειδοποίησε κατά της χρήσης ναρκωτικών"
- "Ειδικευμένος στη χρήση των υπολογιστών"
- συνώνυμο:
- χρησιμοποιώ ,
- χρήση ,
- χρησιμοποίηση ,
- απασχόληση ,
- άσκηση
Examples of using
He is seeking employment.
Αναζητά απασχόληση.
He came to Tokyo in search of employment.
Ήρθε στο Τόκιο αναζητώντας απασχόληση.