Translation meaning & definition of the word "employer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργοδότης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Employer
[Εργοδότης]/ɛmplɔɪər/
noun
1. A person or firm that employs workers
- synonym:
- employer
1. Ένα άτομο ή μια επιχείρηση που απασχολεί εργαζόμενους
- συνώνυμο:
- εργοδότης