Translation meaning & definition of the word "empirical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπειρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Empirical
[Εμπειρικός]/ɛmpɪrɪkəl/
adjective
1. Derived from experiment and observation rather than theory
- "An empirical basis for an ethical theory"
- "Empirical laws"
- "Empirical data"
- "An empirical treatment of a disease about which little is known"
- synonym:
- empirical ,
- empiric
1. Προέρχεται από το πείραμα και την παρατήρηση και όχι από τη θεωρία
- "Μια εμπειρική βάση για μια ηθική θεωρία"
- "Εμπειρικοί νόμοι"
- "Εμπειρικά δεδομένα"
- "Μια εμπειρική θεραπεία μιας ασθένειας για την οποία λίγα είναι γνωστά"
- συνώνυμο:
- εμπειρικός ,
- εμπειρική
2. Relying on medical quackery
- "Empiric treatment"
- synonym:
- empiric ,
- empirical
2. Βασιζόμενοι στην ιατρική περιπέτεια
- "Εμπειρική θεραπεία"
- συνώνυμο:
- εμπειρική ,
- εμπειρικός