Translation meaning & definition of the word "emphatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφατική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emphatic
[Εμφατικόσ]/ɛmfætɪk/
adjective
1. Spoken with emphasis
- "An emphatic word"
- synonym:
- emphatic ,
- emphasized ,
- emphasised
1. Μιλάει με έμφαση
- "Μια εμφατική λέξη"
- συνώνυμο:
- εμφατικόσ ,
- τονίζεται
2. Sudden and strong
- "An emphatic no"
- synonym:
- emphatic ,
- exclamatory
2. Ξαφνική και δυνατή
- "Εμφατικό όχι"
- συνώνυμο:
- εμφατικόσ ,
- αποκαλυπτικόσ
3. Forceful and definite in expression or action
- "The document contained a particularly emphatic guarantee of religious liberty"
- synonym:
- emphatic ,
- forceful
3. Δυνατός και οριστικός στην έκφραση ή την πράξη
- "Το έγγραφο περιείχε μια ιδιαίτερα εμφατική εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας"
- συνώνυμο:
- εμφατικόσ ,
- δυνατός