Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "emperor" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αυτοκράτορας" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Emperor

[Αυτοκράτορας]
/ɛmpərər/

noun

1. The male ruler of an empire

    synonym:
  • emperor

1. Ο αρσενικός κυβερνήτης μιας αυτοκρατορίας

    συνώνυμο:
  • αυτοκράτορας

2. Red table grape of california

    synonym:
  • emperor

2. Κόκκινο επιτραπέζιο σταφύλι της καλιφόρνια

    συνώνυμο:
  • αυτοκράτορας

3. Large moth of temperate forests of eurasia having heavily scaled transparent wings

    synonym:
  • emperor
  • ,
  • emperor moth
  • ,
  • Saturnia pavonia

3. Μεγάλος σκώρος των εύκρατων δασών της ευρασίας έχοντας βαριά κλιμακωτά διαφανή φτερά

    συνώνυμο:
  • αυτοκράτορας
  • ,
  • αυτοκράτορας σκώρος
  • ,
  • Παβονία Κρόνια

4. Large richly colored butterfly

    synonym:
  • emperor butterfly
  • ,
  • emperor

4. Μεγάλη πλούσια χρωματισμένη πεταλούδα

    συνώνυμο:
  • αυτοκρατορική πεταλούδα
  • ,
  • αυτοκράτορας