Translation meaning & definition of the word "emmer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emmer
[Έμερ]/ɛmər/
noun
1. Hard red wheat grown especially in russia and germany
- In united states as stock feed
- synonym:
- emmer ,
- starch wheat ,
- two-grain spelt ,
- Triticum dicoccum
1. Το σκληρό κόκκινο σιτάρι καλλιεργείται ειδικά στη ρωσία και τη γερμανία
- Στις ηνωμένες πολιτείες ως ζωοτροφή αποθεμάτων
- συνώνυμο:
- εμεδ ,
- άμυλο σιτάρι ,
- όλυρα δύο εδαφών ,
- Δισκοκόκκο