Translation meaning & definition of the word "emission" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκπομπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emission
[Εκπομπή]/ɪmɪʃən/
noun
1. The act of emitting
- Causing to flow forth
- synonym:
- emission ,
- emanation
1. Η πράξη της εκπομπής
- Προκαλώντας τη ροή προς τα εμπρός
- συνώνυμο:
- εκπομπή ,
- εκπόρευση
2. A substance that is emitted or released
- synonym:
- discharge ,
- emission
2. Μια ουσία που εκπέμπεται ή απελευθερώνεται
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- εκπομπή
3. The release of electrons from parent atoms
- synonym:
- emission
3. Η απελευθέρωση ηλεκτρονίων από τα γονικά άτομα
- συνώνυμο:
- εκπομπή
4. Any of several bodily processes by which substances go out of the body
- "The discharge of pus"
- synonym:
- discharge ,
- emission ,
- expelling
4. Οποιαδήποτε από τις διάφορες σωματικές διεργασίες με τις οποίες οι ουσίες βγαίνουν από το σώμα
- "Η απαλλαγή του πύου"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- εκπομπή ,
- εκδίωξη
5. The occurrence of a flow of water (as from a pipe)
- synonym:
- emission
5. Η εμφάνιση μιας ροής νερού (ας από ένα σωλήνα)
- συνώνυμο:
- εκπομπή