Translation meaning & definition of the word "emergency" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έκτακτης ανάγκης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emergency
[Έκτακτης ανάγκης]/ɪmərʤənsi/
noun
1. A sudden unforeseen crisis (usually involving danger) that requires immediate action
- "He never knew what to do in an emergency"
- synonym:
- emergency ,
- exigency ,
- pinch
1. Μια ξαφνική απρόβλεπτη κρίση (συνήθως περιλαμβάνει κίνδυνο) που απαιτεί άμεση δράση
- "Ποτέ δεν ήξερε τι να κάνει σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης"
- συνώνυμο:
- έκτακτη ανάγκη ,
- επιτακτικότητα ,
- τσίμπημα
2. A state in which martial law applies
- "The governor declared a state of emergency"
- synonym:
- emergency
2. Μια κατάσταση στην οποία ισχύει ο στρατιωτικός νόμος
- "Ο κυβερνήτης κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης"
- συνώνυμο:
- έκτακτη ανάγκη
3. A brake operated by hand
- Usually operates by mechanical linkage
- synonym:
- hand brake ,
- emergency ,
- emergency brake ,
- parking brake
3. Ένα φρένο που λειτουργεί με το χέρι
- Συνήθως λειτουργεί με μηχανικό συνδετήρα
- συνώνυμο:
- φρένο χεριών ,
- έκτακτη ανάγκη ,
- φρένο έκτακτης ανάγκης ,
- φρένο χώρων στάθμευσης
Examples of using
There's an emergency exit in the rear.
Υπάρχει έξοδος κινδύνου στο πίσω μέρος.
Any suspect case is considered a public health emergency due to the severity of this illness.
Κάθε ύποπτη περίπτωση θεωρείται έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία λόγω της σοβαρότητας αυτής της ασθένειας.
Listen to further instructions from emergency broadcast stations.
Ακούστε περαιτέρω οδηγίες από τους σταθμούς εκπομπής έκτακτης ανάγκης.