Translation meaning & definition of the word "emerge" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αναδύομαι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emerge
[Αναδυόμενοσ]/ɪmərʤ/
verb
1. Come out into view, as from concealment
- "Suddenly, the proprietor emerged from his office"
- synonym:
- emerge
1. Βγείτε στη θέα, όπως από την απόκρυψη
- "Ξαφνικά, ο ιδιοκτήτης βγήκε από το γραφείο του"
- συνώνυμο:
- αναδεικνύονται
2. Come out of
- "Water issued from the hole in the wall"
- "The words seemed to come out by themselves"
- synonym:
- issue ,
- emerge ,
- come out ,
- come forth ,
- go forth ,
- egress
2. Βγαίνω από
- "Νερό που εκδίδεται από την τρύπα στον τοίχο"
- "Οι λέξεις έμοιαζαν να βγαίνουν μόνες τους"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- αναδεικνύονται ,
- βγες έξω ,
- ελάτε προς τα έξω ,
- προχωρώ ,
- έξοδος
3. Become known or apparent
- "Some nice results emerged from the study"
- synonym:
- emerge
3. Γίνε γνωστός ή φαινομενικός
- "Μερικά ωραία αποτελέσματα προέκυψαν από τη μελέτη"
- συνώνυμο:
- αναδεικνύονται
4. Come up to the surface of or rise
- "He felt new emotions emerge"
- synonym:
- emerge
4. Ανεβείτε στην επιφάνεια ή ανεβείτε
- "Ένιωσε νέα συναισθήματα να αναδύονται"
- συνώνυμο:
- αναδεικνύονται
5. Happen or occur as a result of something
- synonym:
- come forth ,
- emerge
5. Συμβεί ή συμβεί ως αποτέλεσμα κάτι
- συνώνυμο:
- ελάτε προς τα έξω ,
- αναδεικνύονται