Translation meaning & definition of the word "emerald" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εραντά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emerald
[Έμεραλντ]/ɛmrəld/
noun
1. A green transparent form of beryl
- Highly valued as a gemstone
- synonym:
- emerald
1. Μια πράσινη διαφανής μορφή βηρυλίου
- Εκτιμάται ιδιαίτερα ως πολύτιμος λίθος
- συνώνυμο:
- σμαράγδι
2. A transparent piece of emerald that has been cut and polished and is valued as a precious gem
- synonym:
- emerald
2. Ένα διαφανές κομμάτι σμαράγδι που έχει κοπεί και γυαλιστεί και εκτιμάται ως ένα πολύτιμο στολίδι
- συνώνυμο:
- σμαράγδι
3. The green color of an emerald
- synonym:
- emerald
3. Το πράσινο χρώμα ενός σμαραγδιού
- συνώνυμο:
- σμαράγδι