Translation meaning & definition of the word "embryo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έμβρυο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embryo
[Έμβρυο]/ɛmbrioʊ/
noun
1. (botany) a minute rudimentary plant contained within a seed or an archegonium
- synonym:
- embryo
1. (βοτανυ) ένα λεπτό στοιχειώδες φυτό που περιέχεται μέσα σε ένα σπόρο ή ένα αρχαγώνιο
- συνώνυμο:
- έμβρυο
2. An animal organism in the early stages of growth and differentiation that in higher forms merge into fetal stages but in lower forms terminate in commencement of larval life
- synonym:
- embryo ,
- conceptus ,
- fertilized egg
2. Ένας ζωικός οργανισμός στα πρώτα στάδια ανάπτυξης και διαφοροποίησης που σε υψηλότερες μορφές συγχωνεύεται σε εμβρυϊκά στάδια, αλλά σε μορφές
- συνώνυμο:
- έμβρυο ,
- έννοια ,
- γονιμοποιημένο αυγό