Translation meaning & definition of the word "embroider" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεντητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embroider
[Κεντητήσ]/ɪmbrɔɪdər/
verb
1. Decorate with needlework
- synonym:
- embroider ,
- broider
1. Διακοσμήστε με βελόνα
- συνώνυμο:
- κέντημα ,
- αναπληρωτήσ
2. Add details to
- synonym:
- embroider ,
- pad ,
- lard ,
- embellish ,
- aggrandize ,
- aggrandise ,
- blow up ,
- dramatize ,
- dramatise
2. Προσθέστε λεπτομέρειες σε
- συνώνυμο:
- κέντημα ,
- μαξιλάρι ,
- λαρδί ,
- εξωραΐζω ,
- επιδεινώνω ,
- ανατινάζω ,
- δραματοποιώ