Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "embrace" into Greek language

Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "βόλτα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Embrace

[Αγκαλιάζω]
/ɛmbres/

noun

1. The act of clasping another person in the arms (as in greeting or affection)

    synonym:
  • embrace
  • ,
  • embracing
  • ,
  • embracement

1. Η πράξη της συγκόλλησης ενός άλλου ατόμου στα χέρια (α σε χαιρετισμό ή στοργή)

    συνώνυμο:
  • αγκαλιάζω
  • ,
  • αγκάλιασμα

2. The state of taking in or encircling

  • "An island in the embrace of the sea"
    synonym:
  • embrace

2. Η κατάσταση της λήψης ή της περικύκλωσης

  • "Ένα νησί στην αγκαλιά της θάλασσας"
    συνώνυμο:
  • αγκαλιάζω

3. A close affectionate and protective acceptance

  • "His willing embrace of new ideas"
  • "In the bosom of the family"
    synonym:
  • embrace
  • ,
  • bosom

3. Μια στενή στοργική και προστατευτική αποδοχή

  • "Πρόθυμη αγκαλιά του νέων ιδεών"
  • "Στο στήθος της οικογένειας"
    συνώνυμο:
  • αγκαλιάζω
  • ,
  • βόσομαι

verb

1. Include in scope

  • Include as part of something broader
  • Have as one's sphere or territory
  • "This group encompasses a wide range of people from different backgrounds"
  • "This should cover everyone in the group"
    synonym:
  • embrace
  • ,
  • encompass
  • ,
  • comprehend
  • ,
  • cover

1. Συμπεριλάβετε στο πεδίο εφαρμογής

  • Περιλαμβάνουν ως μέρος κάτι ευρύτερο
  • Έχετε ως σφαίρα ή έδαφος κάποιου
  • "Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων από διαφορετικά υπόβαθρα"
  • "Αυτό θα πρέπει να καλύπτει όλους στην ομάδα"
    συνώνυμο:
  • αγκαλιάζω
  • ,
  • περιλαμβάνω
  • ,
  • κατανοώ
  • ,
  • κάλυμμα

2. Squeeze (someone) tightly in your arms, usually with fondness

  • "Hug me, please"
  • "They embraced"
  • "He hugged her close to him"
    synonym:
  • embrace
  • ,
  • hug
  • ,
  • bosom
  • ,
  • squeeze

2. Συμπιέστε (αιμον) σφιχτά στα χέρια σας, συνήθως με αγάπη

  • "Αγκάλιασέ με, σε παρακαλώ"
  • "Αγκάλιασαν"
  • "Την αγκάλιασε κοντά του"
    συνώνυμο:
  • αγκαλιάζω
  • ,
  • βόσομαι
  • ,
  • συμπιέζω

3. Take up the cause, ideology, practice, method, of someone and use it as one's own

  • "She embraced catholicism"
  • "They adopted the jewish faith"
    synonym:
  • espouse
  • ,
  • embrace
  • ,
  • adopt
  • ,
  • sweep up

3. Αναλάβετε την αιτία, την ιδεολογία, την πρακτική, τη μέθοδο κάποιου και χρησιμοποιήστε την ως δική του

  • "Αγκάλιασε τον καθολικισμό"
  • "Υιοθέτησαν την εβραϊκή πίστη"
    συνώνυμο:
  • εστιάζω
  • ,
  • αγκαλιάζω
  • ,
  • υιοθετώ
  • ,
  • σαρώνω

Examples of using

One cannot embrace the unembraceable.
Δεν μπορεί κανείς να αγκαλιάσει το ανεμπόδιστο.