Translation meaning & definition of the word "embody" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενσωμάτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embody
[Ενσωματώνω]/ɪmbɑdi/
verb
1. Represent in bodily form
- "He embodies all that is evil wrong with the system"
- "The painting substantiates the feelings of the artist"
- synonym:
- incarnate ,
- body forth ,
- embody ,
- substantiate
1. Εκπροσωπούνται σε σωματική μορφή
- "Ενσωματώνει όλα όσα είναι κακά λάθος με το σύστημα"
- "Ο πίνακας τεκμηριώνει τα συναισθήματα του καλλιτέχνη"
- συνώνυμο:
- ενσαρκώνω ,
- σώμα εμπρός ,
- ενσωματώνω ,
- τεκμηριώνω
2. Represent, as of a character on stage
- "Derek jacobi was hamlet"
- synonym:
- embody ,
- be ,
- personify
2. Εκπροσωπούν, ως χαρακτήρα επί σκηνής
- "Ο ντέρεκ τζέικομπι ήταν ο άμλετ"
- συνώνυμο:
- ενσωματώνω ,
- είμαι ,
- προσωποποιώ
3. Represent or express something abstract in tangible form
- "This painting embodies the feelings of the romantic period"
- synonym:
- embody
3. Αντιπροσωπεύει ή εκφράζει κάτι αφηρημένο σε απτή μορφή
- "Αυτός ο πίνακας ενσωματώνει τα συναισθήματα της ρομαντικής περιόδου"
- συνώνυμο:
- ενσωματώνω