Translation meaning & definition of the word "emblematic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμβληματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emblematic
[Εμβληματικόσ]/ɛmbləmætɪk/
adjective
1. Serving as a visible symbol for something abstract
- "A crown is emblematic of royalty"
- "The spinning wheel was as symbolic of colonical massachusetts as the codfish"
- synonym:
- emblematic ,
- emblematical ,
- symbolic ,
- symbolical
1. Λειτουργεί ως ορατό σύμβολο για κάτι αφηρημένο
- "Ένα στέμμα είναι εμβληματικό των δικαιωμάτων"
- "Ο περιστρεφόμενος τροχός ήταν τόσο συμβολικός για την κολονική μασαχουσέτη όσο και το μπακαλιάρο"
- συνώνυμο:
- εμβληματικόσ ,
- συμβολικός ,
- συμβολικόσ
2. Being or serving as an illustration of a type
- "The free discussion that is emblematic of democracy"
- "An action exemplary of his conduct"
- synonym:
- emblematic ,
- exemplary ,
- typic
2. Όντας ή υπηρετούν ως απεικόνιση ενός τύπου
- "Η ελεύθερη συζήτηση που είναι εμβληματική της δημοκρατίας"
- "Μια παραδειγματική δράση της συμπεριφοράς του"
- συνώνυμο:
- εμβληματικόσ ,
- υποδειγματικός ,
- τυπικός