Translation meaning & definition of the word "emblem" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμβλήματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Emblem
[Έμβλημα]/ɛmbləm/
noun
1. Special design or visual object representing a quality, type, group, etc.
- synonym:
- emblem
1. Ειδικό σχέδιο ή οπτικό αντικείμενο που αντιπροσωπεύει μια ποιότητα, τύπο, ομάδα, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- έμβλημα
2. A visible symbol representing an abstract idea
- synonym:
- emblem ,
- allegory
2. Ένα ορατό σύμβολο που αντιπροσωπεύει μια αφηρημένη ιδέα
- συνώνυμο:
- έμβλημα ,
- αλληγορία