Translation meaning & definition of the word "embezzler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταχραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embezzler
[Καταχραστήσ]/ɪmbɛzələr/
noun
1. Someone who violates a trust by taking (money) for his own use
- synonym:
- embezzler ,
- defalcator ,
- peculator
1. Κάποιος που παραβιάζει την εμπιστοσύνη παίρνοντας (μονεϊ) για δική του χρήση
- συνώνυμο:
- καταχραστήσ ,
- απιφλογιστήσ ,
- καταχράστησ