Translation meaning & definition of the word "embezzle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακροφύσιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Embezzle
[Καταβροχθίζω]/ɪmbɛzəl/
verb
1. Appropriate (as property entrusted to one's care) fraudulently to one's own use
- "The accountant embezzled thousands of dollars while working for the wealthy family"
- synonym:
- embezzle ,
- defalcate ,
- peculate ,
- misappropriate ,
- malversate
1. Κατάλληλη ιδιοκτησία (ας που ανατίθεται στη φροντίδα ενός ατόμου ) δόλια στη δική του χρήση
- "Ο λογιστής κατέστρεψε χιλιάδες δολάρια ενώ εργαζόταν για την πλούσια οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αποστρέφω ,
- αποφυλλώ ,
- πείθω ,
- παραπλανητικόσ ,
- εξασθενίζω